ηθονόη

ηθονόη
ἠθονόη, ἡ (Α)
(λ. πλασμένη από τον Πλάτ. ως προσπάθεια ετυμολογήσεως τού ονόμ. τής θεάς Αθηνάς) αυτή που σκέφτεται φρόνιμα, γνωστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήθος + -νοη, θηλ. τού νόος ως β' συνθετικού (πρβλ. Αλκι-νόη, Μειλι-νόη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”